φιλοσοφιῶν

φιλοσοφιῶν
φιλοσοφία
love of knowledge
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και …   Dictionary of Greek

  • Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… …   Dictionary of Greek

  • εκλεκτικισμός — Θεωρία που απορρίπτει τη μονομέρεια των διαφόρων φιλοσοφιών, οι οποίες παρουσιάστηκαν διαδοχικά στην ιστορία. Ο ε. υποστηρίζει ότι θεμελιώνει μια προοπτική, η οποία κατορθώνει να ενοποιήσει τις διάφορες απόψεις αντλώντας ό,τι θετικό και λιγότερο… …   Dictionary of Greek

  • κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • φαινομενολογία — Είναι η περιγραφή των φαινομένων, η περιγραφή του τρόπου εμφάνισης του πραγματικού. Από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αι., ο όρος πήρε συγκεκριμένη φιλοσοφική έννοια: ο Φίχτε, τονίζοντας τη δυναμική δομή του Εγώ, στη Θεωρία της… …   Dictionary of Greek

  • Ρόις, Τζοουσάια — (Royce, Γκρας Βάλεϊ, Καλιφόρνια 1855 – Βοστόνη 1916). Αμερικανός φιλόσοφος. Μαθητής του Λότσε στο Γκέτινγκεν και κατόπιν καθηγητής στο Χάρβαρντ, θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς εκπρόσωπους του αγγλοαμερικανικού ιδεαλισμού. Εισηγητής μιας… …   Dictionary of Greek

  • Σιρέ, Εδουάρδος — (Schuré, 1841 – 1929). Γάλλος κριτικός και ιστορικός. Αρχικά ασχολήθηκε με την ιστορία της μουσικής και υποστήριξε θερμά τις βαγκνερικές θεωρίες. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη μελέτη των υπερβατικών φιλοσοφιών και των θρησκευτικών συστημάτων. Τα… …   Dictionary of Greek

  • Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… …   Dictionary of Greek

  • Χέρμπερτ του Τσέρμπερι, Έντουαρντ — (Herberth of Cherbury, Άιτον Σρόπσαϊρ 1583 – Λονδίνο 1648). Άγγλος διπλωμάτης, ιστορικός, ποιητής και φιλόσοφος. Το ποιητικό έργο του, αν και παρουσιάζει συχνά παραδοξότητες και ασάφειες, περιέχει μερικά από τα καλύτερα λυρικά δείγματα της εποχής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”